ενορχος

ενορχος
    ἔνορχος
    -ον Hom. = ἐνόρχης См. ενορχης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ενορχος" в других словарях:

  • ένορχος — η, ο (AM ἔνορχος, ον) 1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο) 2. εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + όρχις κατά τα σε ος] …   Dictionary of Greek

  • ἐνόρχοις — ἔνορχος with the testicles in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόρχου — ἔνορχος with the testicles in masc/fem/neut gen sg ἐνόρχης he goat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόρχων — ἔνορχος with the testicles in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνορχα — ἔνορχος with the testicles in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνορχοι — ἔνορχος with the testicles in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кнороз — кабан , стар. (ХV в.), укр. кнороз, кнорос, корнос, корназ (домашний) кабан , блр. кнорез плохо кастрированный кабан или жеребец , слвц. kurnaz кабан , польск. kiernoz, kiernos, kiędroz, kiędroz, кашуб. knôrz, род. п. knarza, в. луж. kundroz,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ενόρχης — ἐνόρχης, ο και δωρ. τ. ἐνόρχας και ιων. τ. ἔνορχις, ο (Α) 1. ο ένορχος 2. ως ουσ. ο τράγος 3. επίθ. τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + όρχις με επίθημα α] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»